- χειροπληθές
- χειροπληθήςfilling the handmasc/fem voc sgχειροπληθήςfilling the handneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειροπληθής — και χεροπληθής, ές, ΜΑ μσν. φρ. «ἀλφίτων χειροπληθές» μια χούφτα αλεύρι αρχ. τόσο μεγάλος ώστε να γεμίζει την παλάμη κάποιου, να μπορεί κανείς να τόν κρατήσει στην παλάμη του (α. «χειροπληθεῑς λίθοι», Ξεν. β. «χειροπληθής κορύνη», Θεόκρ. γ.… … Dictionary of Greek
μανουάλι — και μανάλι, το (Μ μανουάλιον και μανουάλιν και μανουάλι και μανάλι) ψηλό και μεγάλο μεταλλικό κηροπήγιο που χρησιμοποιείται στις χριστιανικές εκκλησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. manuale (candelabrum) «χειροπληθές κηροπήγιο», μεγάλο, επιβλητικό… … Dictionary of Greek